- ἀσπόνδους
- ἄσπονδοςwithoutmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… … Dictionary of Greek